-
1 φιλοκαλέω
A love the beautiful, Th.2.40;φιλοκαλεῖν τὴν φύσιν.. εἰκός ἐστι Chrysipp.Stoic.2.334
.2 to be enthusiastic, esp. for the beautiful or the good,περὶ τὰς εὐωχίας λαμπρυνόμενοι Str.14.1.20
; εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολήν this project (sc. of a beautiful tomb), D.S.1.66, cf. 13.90;περὶ παιδοτροφίαν J.Ap.1.12
;περὶ τὴν τῶν λόγων ἐμπειρίαν D.Chr.18.1
: c. inf.,φ. Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια Plu.Alex.35
.3 beautify, elaborate,τὰ περὶ τὴν ἐκφορὰν βασιλικῶς D.S.20.37
; τοῖς πλούτοις πεφιλοκαληκότων [τὰς κτήσεις] πρὸς ἀπόλαυσιν ib.8; in literary style, study effect, Philostr.VS2.4.2.4 Arithm., elaborate, work out a calculation,ὡς ἔνεστί τινα δι' ἑαυτοῦ φιλοκαλήσαντα κατανοῆσαι Iamb. in Nic.p.110
P., cf. p.98 P.5 repair, put in good order,φ. καὶ βελτιοῦν PLond.3.1044.22
(vi A. D.): —[voice] Pass., of a church, Palestine Dept. of Antiquities Quarterly 3.97 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκαλέω
См. также в других словарях:
φιλοκαλώ — φιλοκαλῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόκαλος] έχω την αίσθηση τού ωραίου σε όλες του τις εκφάνσεις, αγαπώ το ωραίο, έχω καλαισθησία μσν. αρχ. διακοσμώ με καλαισθησία («φιλοκαλήσας τά τετράπυλα μαρμάροις», Μαλάλ. Ι.) αρχ. 1. επιδιώκω να τιμηθώ για κάτι («εἰς… … Dictionary of Greek